- συνεξαιθριάζω
- Αεκθέτω σε ανοιχτό μέρος ταυτοχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐξαιθριάζω «εκθέτω στον δροσερό νυχτερινό αέρα, στο ύπαιθρο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεξαιθριασθεῖσα — συνεξαιθριάζω put into the open air together aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)